ΑΡΘΡΑΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

07.09.2020

Γιάννος Παπαντωνίου: Σύγκρουση ή Διάλογος ;

Για πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια διεξάγεται στη χώρα μας  νηφάλια συζήτηση για θέματα εθνικής ασφάλειας και εξωτερικής πολιτικής. Η σημερινή κρίση είναι σοβαρή και δεν αφήνει περιθώρια για  εθνικιστικές κορώνες και επιχειρήματα εντυπωσιασμού.
Ας επαναλάβουμε ορισμένες κοινότυπες διαπιστώσεις που συγκροτούν τον πυρήνα του προβλήματος:
  • Η ισορροπία οικονομικής ισχύος έχει μεταβληθεί υπέρ της Τουρκίας λόγω της ραγδαίας αύξησης του πληθυσμού της   και της ταχύτερης ανάπτυξης της οικονομίας της - σε αντίθεση με τη συρρίκνωση της ελληνικής οικονομίας- στη διάρκεια της πρόσφατης παγκόσμιας χρηματοοικονομικής κρίσης.Ο πληθυσμός της Τουρκίας αυξήθηκε από περίπου 70 εκατ. το 2008 σε 83 εκατ. το 2019, ενώ η σχέση του τουρκικού προς το ελληνικό ΑΕΠ ανέβηκε από 2,2 σε 4,0 την ίδια περίοδο.
  • Η ύστερη φάση του καθεστώτος Ερντογάν προσδιορίζεται, πέραν  της στροφής στον αυταρχισμό, από ουσιαστική εγκατάλειψη της ευρωπαικής προοπτικής της Τουρκίας  καθώς και αποστασιοποίηση από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, σε συνδυασμό με προσέγγιση προς τον ισλαμικό κόσμο.
  • Σε συνάρτηση με τους δύο αυτούς παράγοντες, η Τουρκία αναλαμβάνει διπλωματικές και στρατιωτικές πρωτοβουλίες για την εδραίωση ηγεμονικής θέσης στον ισλαμικό γεωπολιτικό  χώρο και στην Ανατολική Μεσόγειο – όπως η ρητορική για ‘Γαλάζια Πατρίδα’, οι επεμβάσεις στη Συρία και τη Λιβύη, η αμφισβήτηση των θαλασσίων ζωνών της Ελλάδας και της Κύπρου και η εξάπλωση της διεθνούς στρατιωτικής της παρουσίας. Οι πρωτοβουλίες αυτές στοχεύουν στην αλλαγή του status quo στην ευρύτερη περιοχή,  έξω και πέρα από τη διεθνή νομιμότητα.Ο έλεγχος του Αιγαίου και  της Ανατολικής Μεσογείου αποτελεί κεντρικό στόχο της τουρκικής πολιτικής, που την καθιστά απειλή για τα κυριαρχικά μας δικαιώματα.
Η αντιμετώπιση αυτής της απειλής απαιτεί μία σύνθετη στρατηγική, που θα λαμβάνει υπόψη τις αλλαγές στοδιεθνές περιβάλλον, όπως αποτυπώνονται κυρίως  στη ραγδαία απόσυρση  των ΗΠΑ επί προεδρίας Τραμπ από τις δεσμεύσεις που είχαν αναληφθεί στο πλαίσιο του μεταπολεμικούσυστήματος συλλογικής ασφάλειας καθώς και στην αδυναμίατης ΕΕ να ασκήσει αποτελεσματική κοινή εξωτερική πολιτική.

Η  σημερινή κυβέρνηση κινείται  σε σωστή κατεύθυνση για την αντιμετώπιση της κρίσης. Στηρίζεται στην αναβάθμιση της αμυντικής μας ισχύος και σε διπλωματικές πρωτοβουλίες για την κατοχύρωση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων και τη διεθνή απομόνωση της Τουρκίας.Οι συμφωνίες για τον καθορισμό των Αυτόνομων Οικονομικών Ζωνών (ΑΟΖ) με την Ιταλία και την Αίγυπτο καθώς και η ενεργοποίηση των διεθνών οργανισμών – κυρίως της ΕΕ και του ΝΑΤΟ – για την καταδίκη της παραβατικής συμπεριφοράς της Τουρκίας αποσκοπούν στην αποτροπή ενεργειών που θα έθεταν σε κίνδυνο τη σταθερότητα στην Ανατολική Μεσόγειο.

Σε θέματα  εξοπλιστικής πολιτικήςεπιβάλλεται σαφής διάκριση ανάμεσα στις βραχυχρόνιες και τις μακροχρόνιες ανάγκες των Ενόπλων Δυνάμεων. Τα μακροχρόνια εξοπλιστικά προγράμματα απαιτούν επιμελή  σχεδιασμό που θα λαμβάνει υπόψη τις δυναμικές τάσεις της τεχνολογίας και τις δυνατότητες της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας, καθώς και  χρόνο για να ολοκληρωθούν. Η συνολική διάρκεια σχεδιασμού, παραγωγής και παράδοσης οπλικών συστημάτων όπως μαχητικά αεροσκάφη, υποβρύχια ή φρεγάτες μπορεί να ξεπεράσειτα δέκα χρόνια.

Το πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπίσουμε είναι άμεσο. Κατά συνέπεια, πρέπει να επιλέξουμε λύσεις ταχείας απόδοσης,  είτε με αναβάθμιση υπαρχόντων οπλικών συστημάτων – όπως έχει ήδη αποφασιστεί για τις φρεγάτες ΜΕΚΟ – είτε με προμήθεια  ετοιμοπαράδοτωνσυστημάτων από μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις όπως οι ΗΠΑ και η Γαλλία στο πλαίσιο συμφωνιών αμυντικής συνεργασίας. Αν το 2003 δεν είχε αποφασιστεί ο εκσυγχρονισμός Μέσης Ζωής των φρεγατών S – με το ένα δέκατο του κόστους σε σχέση με την αγορά νέων φρεγατών -δεν θα υπήρχε σήμερα αξιόπιστη δύναμη κρούσης σε περίπτωση ναυτικής εμπλοκής στο Αιγαίο. Η Ελλάδα δεν έχει προχωρήσει ακόμα σε αγορά νέων φρεγατών, ενώ αν παραγγελθούν τώρα θα αρχίσουν να παραδίδονται το νωρίτερο μετά το 2026!

Νέα μακροχρόνια εξοπλιστικά προγράμματα πρέπει να σχεδιαστούν και να αποφασιστούν σε συνδυασμό με την ανασυγκρότηση της αμυντικής μας βιομηχανίας, που θα οδηγήσει όχι μόνο σε φθηνότερες λύσεις – σε σχέση  με παραγγελίες προς ξένους προμηθευτές – αλλά και σε σημαντική ενίσχυση της εθνικής οικονομίας.

Στο πεδίο της διπλωματίας, η συζήτηση που διεξάγεται έχει φωτίσει ορισμένες πλευρές, αλλά υπάρχουν ακόμα θολά σημεία. Οι ‘αρνητές’ της προσφυγής στη Χάγη έχουν μετατραπεί σε ‘σκεπτικιστές’. Θεωρούν ότι υπάρχει κίνδυνος η Χάγη να μην αποδεχτεί το σύνολο των ελληνικών θέσεων, όπως θα καταγραφούν στο συνυποσχετικό, με αποτέλεσμα να είναι πολιτικά δύσκολο να  κυρωθεί  η απόφαση από την ελληνική Βουλή. Πρέπει να διευκρινιστεί ότι η Χάγη δεν αποφασίζει για θέματα κυριαρχίας, αλλά για δικαιώματα οικονομικής εκμετάλλευσης έξω από τα εθνικά  χωρικά ύδατα. Άρα δεν θα πρόκειται για ‘νέα Λωζάννη’, αλλά για εφαρμογή του διεθνούς δικαίου της θάλασσας, όπως έχει διαμορφωθεί τις τελευταίες δεκαετίες. Η Ελλάδα δεν μπορεί να υποστηρίζει το διεθνές δίκαιο ως θεμελιώδη πυλώνα της πολιτικής της και να μην απαιτεί την εφαρμογή του σύμφωνα με το διεθνώς αναγνωρισμένο δικαιοδοτικό όργανο επίλυσης διαφορών.

Για το λόγο αυτό, η Ελλάδα έχει συμφέρον να προτάσσει όχι το διάλογο ή τις διερευνητικές επαφές – όταν σταματήσουν οι προκλήσεις - αλλά την ίδια την προσφυγή στη Χάγη, με το σκεπτικό που προβάλλει η κυβέρνηση: Η μόνη διαφορά που μας χωρίζει αφορά την υφαλοκρηπίδα και τις ΑΟΖ.

Με επίκληση του  διεθνούς δικαίου, της σταθερότητας και της ειρηνικής διευθέτησης διαφορών, πρέπεισε ανώτατο επίπεδο να καλέσουμε την Τουρκία σε συζητήσεις για την υπογραφή συνυποσχετικού και την άμεση προσφυγή στη Χάγη. Αν η Τουρκία ανταποκριθεί, θα γίνει ένα σημαντικό βήμα για τη σταθεροποίηση της περιοχής και την εξομάλυνση των διμερών  σχέσεων. Άρνηση θα την οδηγήσει σε μεγαλύτερη απομόνωση, ενώ η Ελλάδα θα  ανακτήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων.