ΑΡΘΡΑΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

10.11.2014

Γιάννος Παπαντωνίου: Η Ανάκαμψη στην Ελλάδα και την Ευρώπη

Η κρίση χρέους πουέπληξε  την ευρωζώνη, και ιδιαίτερα τιςπεριφερειακές χώρες, φαινόταν  στις αρχέςτου 2014  ότι προσεγγίζει το τέλος της.Όμως, πρόσφατα στοιχεία δείχνουν οπισθοδρόμηση με την εμφάνιση ισχυρών τάσεωναποπληθωρισμού και παγίωση της οικονομικής στασιμότητας. Η Ευρώπη αρχίζει ναθυμίζει την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί στην Ιαπωνία τις δυο τελευταίες δεκαετίες,υπογραμμίζοντας τον αδιέξοδο χαρακτήρα της εφαρμοζόμενης  ‘γερμανικής’ συνταγής.

Ο συνδυασμός αυστηρής δημοσιονομικήςλιτότητας και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων  δεν απέδωσε. Σε αντίθεση με την αμερικανικήοικονομία, που βρίσκεται σε τροχιά ανάκαμψης και μείωσης της ανεργίας από το 2010, η ευρωζώνη, παρά κάποιες ενδείξεις αναζωογόνησης, επανέρχεται στην  ύφεση.  Στις χώρες του Νότου, η κάμψη της παραγωγήςκαι η απώλεια εισοδήματος και θέσεων εργασίας έχουν προσλάβει  δραματικές διαστάσεις, πρωτοφανείς για τημεταπολεμική περίοδο. Η Γερμανία και οι χώρες του πυρήνα, ενώ έως τώρα είχαναποφύγει τις συνέπειες της κρίσης επωφελούμενες κυρίως από εξαιρετικά χαμηλάεπιτόκια, αρχίζουν να παρασύρονται από την επικράτηση  υφεσιακών φαινομένων καθιστώντας την ευρωζώνητο πιο προβληματικό τμήμα της παγκόσμιας οικονομίας. Τι έφταιξε?

Πρώτον, η δημοσιονομικήλιτότητα υπήρξε υπερβολική σε ένταση και διάρκεια. Επιπλέον, εφαρμόστηκεκαθολικά,  χωρίς καμία διαφοροποίηση γιατις χώρες που είχαν περιθώρια άσκησης επεκτατικής πολιτικής ώστε νααντισταθμιστούν οι αρνητικές επιπτώσεις της διάσωσης των υπερχρεωμένων  οικονομιών στην συνολική οικονομικήδραστηριότητα  της ευρωζώνης.

Δεύτερον, ησυρρίκνωση της ζήτησης επιδεινώθηκε από τους  περιορισμούς στην ελευθερία δράσης τηςΕυρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ)  πουεπιβάλλει η Συνθήκη του Μάαστριχτ , ιδιαίτερα σε ότι αφορά τα αντισυμβατικάεργαλεία  άσκησης νομισματικής πολιτικήςόπως η ποσοτική χαλάρωση με  αγορέςκρατικών ομολόγων. Οι περιορισμοί αυτοί, που υποστηρίζονται  δυναμικά από τις γερμανικές νομισματικές αλλάκαι δικαστικές αρχές, δυσχεραίνουν τη λήψη μέτρων από την ΕΚΤ, όπως αυτά πουέχουν υιοθετήσει οι κεντρικές τράπεζες των ΗΠΑ, της Βρετανίας  και της Ιαπωνίας,  για την ενίσχυση της ρευστότητας στηνευρωζώνη.

Τρίτον, η καθυστέρησηστην ανακεφαλαιοποίηση και εξυγίανση των ευρωπαϊκών τραπεζών  συνεπάγεται αδυναμία χρηματοδοτικής στήριξηςτης πραγματικής οικονομίας και, ιδιαίτερα, των επενδυτικών επιχειρηματικών πρωτοβουλιών.Η τραπεζική ένωση που αποφασίστηκε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Δεκεμβρίου του 2013 είναι χαλαρή και ατελής λόγω  υπερβολικής εμπλοκής των εθνικών εποπτικών  αρχών, ενώ παράλληλα στερείται επαρκών πόρωνγια να καλύψει το κόστος της εξυγίανσης. Τα stress tests που διενήργησε η ΕΚΤ,ως κεντρική πλέον εποπτική αρχή, δεν έπεισαν για την αξιοπιστία τους ενώ ηπαρατεινόμενη  ύφεση διευρύνει τα κεφαλαιακάανοίγματα των τραπεζών. Όπως έδειξε η αμερικανική εμπειρία  διαχείρισης της χρηματοοικονομικής κρίσης, ηπλήρης και έγκαιρη κάλυψη των κεφαλαιακών κενών καθώς  και η αναδιάρθρωση του τραπεζικού συστήματοςαποτελούν κρίσιμες προϋποθέσεις για την ανόρθωση της οικονομίας. Η ευρωζώνη δενακολούθησε αυτό το παράδειγμα.

Τέταρτον, οιμεταρρυθμίσεις δεν προχώρησαν , ιδιαίτερα στις δύο μεγάλες οικονομίες, τηΓαλλία και την Ιταλία, που αποτελούν το μεγαλύτερο εν δυνάμει κίνδυνο για τηνσυνοχή της νομισματικής ένωσης. Οι παρωχημένες οικονομικές δομές αυτών τωνχωρών, με τους διογκωμένους κρατικούς τομείς, την υπερβολική φορολογία και  το βαρύ ρυθμιστικό πλαίσιο σε τομείς όπως οιυπηρεσίες, λειτουργούν ως τροχοπέδη στην ανάκαμψη της ευρωζώνης υποσκάπτονταςτην εμπιστοσύνη στη βιωσιμότητά της  μέσαστο ανταγωνιστικό παγκοσμιοποιημένο  περιβάλλοντης διεθνούς οικονομίας.

Η αποφυγή ιαπωνοποίησης τηςευρωπαϊκής νομισματικής ένωσης απαιτεί θαρραλέες πολιτικές. Προέχουν η  τόνωση της ζήτησης, η επιτάχυνση τωνεπενδύσεων, η ανακεφαλαιοποίηση και αναδιάρθρωση των τραπεζών καθώς και οι μεταρρυθμίσειςστη λειτουργία του κράτους και των αγορών.

Οι δημόσιες επενδύσειςμπορούν να συμβάλουν αποφασιστικά στην οικονομική ανάκαμψη. Με δεδομένο ότι το κόστος δανεισμού έχεικαταρρεύσει σε επίπεδα της τάξης του 1%, αυξημένη επενδυτική δαπάνη από τιςκυβερνήσεις θα ισοδυναμούσε με το παροιμιώδες ‘δωρεάν γεύμα’, καθώς θα απέδιδεσε φορολογικά έσοδα περισσότερο από το επενδυτικό κόστος με αποτέλεσμα ο λόγοςτου χρέους προς το ΑΕΠ να μην αυξηθεί. Τότε γιατί αντιδρά η Γερμανία?

Οι Γερμανοί δενπιστεύουν  ότι οι κεϊνσιανές πολιτικές,δίνοντας έμφαση στην στήριξη της συνολικής ζήτησης, είναι αποτελεσματικές στονπροσδιορισμό των μακροχρόνιων οικονομικών τάσεων, παρά την προφανή βραχυχρόνιαεπιρροή που ασκούν στην παραγωγή και την απασχόληση. Η κυρίαρχη άποψη στηΓερμανία είναι ότι η ανάκαμψη από την ύφεση προκύπτει κυρίως από μεταρρυθμίσειςπου αυξάνουν την παραγωγικότητα και ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα.

Αλλά τέτοιες μεταρρυθμίσεις,οι Γερμανοί πιστεύουν, αναγκαστικά συνεπάγονται κοινωνικό κόστος, που τιςκαθιστά αντιδημοφιλείς και δυσχεραίνει την υλοποίησή τους. Μόνο ότανεφαρμόζεται δημοσιονομική λιτότητα και η κοινωνία βρίσκεται αντιμέτωπη μεαυξανόμενη ανεργία και διευρυνόμενη φτώχεια, κινητοποιείται μια χώρα στηνπροώθησή τους. Όταν η λιτότητα χαλαρώνει και ο κίνδυνος απομακρύνεται, ηπειθαρχία εξασθενίζει και η δυναμική των μεταρρυθμίσεων χάνεται.

Υπάρχει ισχυρή αμφισβήτησητης αντίληψης της Γερμανίας για τη δημοσιονομική πειθαρχία. Καταρχήν, αυτό πουχρειάζεται η ευρωζώνη τώρα δεν είναι η διάσωση των ασθενέστερων χωρών από τηχρεωκοπία. Προέχει η ανάγκη ανάκτησης του χαμένου, λόγω της ύφεσης, προϊόντοςκαι απασχόλησης, ιδιαίτερα στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου – στόχους που ούτεη  λιτότητα ούτε οι μεταρρυθμίσειςμπορούν να επιτύχουν μόνες τους.

Η λιτότητα ευθέως υπονομεύειτην επίτευξη αυτών των στόχων, περιορίζοντας τη ζήτηση και αποθαρρύνοντας τηνανάπτυξη, ενώ οι μεταρρυθμίσεις έχουν πολύ μικρή επιρροή στις βραχυχρόνιεςοικονομικές επιδόσεις.

Εξάλλου, ακόμα και αν ηοικονομική δυστυχία μπορεί να διευκολύνει σε ορισμένες περιπτώσεις τιςμεταρρυθμίσεις,  σίγουρα δεν τοεπιτυγχάνει σε κοινωνίες που έχουν ήδη υποστεί σοβαρά οικονομικά και κοινωνικάτραύματα. Σήμερα, οι χώρες της ευρωζώνης που αγωνίζονται  να ξεπεράσουν την κρίση έχουν ανάγκη απόθετικές προσδοκίες και οφέλη, όχι περισσότερη εξαθλίωση.

Οι επενδύσεις για υποδομές  ενισχύουν ταυτόχρονα  τόσο τη βραχυχρόνια ζήτηση όσο  και τηνανάπτυξη. Η επένδυση επεκτείνει  τηνπαραγωγική βάση ενώ λειτουργεί ως μηχανισμός αναμετάδοσης τεχνολογικώνκαινοτομιών συμβάλλοντας στη μακροχρόνια ανάπτυξη. Στις  σημερινές συνθήκες εξαιρετικά χαμηλού κόστουςδανεισμού όλα αυτά τα οφέλη θα επιτευχθούν χωρίς κανένα καθαρό δημοσιονομικόκόστος.

Οι δημόσιες επενδύσεις μπορούν,και πρέπει, να αποτελέσουν τον κορμό της στρατηγικής για την οικονομικήανάκαμψη. Αυτό που χρειάζεται τώρα είναι η αναθεώρηση των υφιστάμενωνδημοσιονομικών κανόνων ώστε να επιτραπεί ευνοϊκότερη μεταχείριση τηςεπενδυτικής δαπάνης. Η Γερμανία πρέπει να ικανοποιηθεί με την καθιέρωση ελέγχωνγια την εξασφάλιση της αποτελεσματικής κατανομής των πόρων.

Πρέπει, παράλληλα, ναεξαντληθούν τα περιθώρια άσκησης επεκτατικής πολιτικής από τις οικονομικάισχυρότερες χώρες και να ολοκληρωθεί, το ταχύτερο δυνατό, η ανακεφαλαιοποίησηκαι εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος.

Τέλος, η Ευρωπαϊκή ΚεντρικήΤράπεζα πρέπει να αναβαθμίσει το πρόγραμμα που πρόσφατα ανήγγειλε για ποσοτικήνομισματική επέκταση, παρακάμπτοντας τις γερμανικές αντιρρήσεις. Πρέπει να ενισχύσειτη ρευστότητα μέσω αγορών, σε μεγάλη κλίμακα, κρατικού χρέους  συμπεριλαμβάνοντας τα κρατικά ομόλογα τωναδύναμων χωρών, που αντιμετωπίζουν το σοβαρότερο πρόβλημα.

Είναι φανερό ότι όσο δεναναστρέφονται οι υφεσιακές τάσεις στο σύνολο της ευρωζώνης, οι προοπτικές τηςελληνικής οικονομίας δεν μπορεί να είναι θετικές.  Επιδεινώνονται, όμως, ακόμα περισσότερο απόεγγενείς  αδυναμίες,   πουσυνδέονται με την ίδια την πορεία της οικονομίας αλλά  και με πολιτικές αβεβαιότητες.

Συνοπτικά, τα βασικάστοιχεία που συνθέτουν το σημερινό οικονομικό τοπίο είναι τα εξής:

(α)  Η δημοσιονομική εξυγίανση προχώρησεικανοποιητικά, με την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων, χωρίς όμως ναδημιουργηθούν   βάσεις για σταθερή πρόοδο. Η βελτίωση προέκυψεαπό εξοντωτικές, και μη διατηρήσιμες, αυξήσεις στη φορολογία και εξίσου υπερβολικές μειώσεις στις δημόσιες δαπάνες, ιδιαίτεραστους μισθούς και τις συντάξεις. Η φοροδιαφυγή όχι μόνο δεν μειώθηκε αλλάαυξήθηκε, ενώ το φορολογικό σύστημα, αντί να απλοποιηθεί, έγινε περισσότεροπολύπλοκο και αναξιόπιστο με τον πολλαπλασιασμό των νομοθετικών και διοικητικώνπαρεμβάσεων, συχνά σε αλληλοαναιρούμενες κατευθύνσεις.

(β) Οι μεταρρυθμίσειςκαθυστερούν σε κρίσιμους τομείς, όπως οι ιδιωτικοποιήσεις και η αναδιάρθρωσητου κρατικού τομέα, ενώ η κατάσταση στα πανεπιστήμια και το Εθνικό ΣύστημαΥγείας παραμένει προβληματική. Εξάλλου, πολλές νομοθετημένες απελευθερώσειςαγορών παραμένουν «στα χαρτιά».

(γ)  Οι επενδύσεις, ως ποσοστό του ΑΕΠ, έχουνπέσει σε πολύ  χαμηλά επίπεδα, μεαρνητικές συνέπειες στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Κατά τη διάρκειατης  δεκαετίας πριν από την οικονομικήκρίση   το ποσοστό των επενδύσεων στο ΑΕΠ είχε φτάσειτο 26,6%  (2007), ενώ τα τελευταία  χρόνια έπεσε στο 12,1%  (2013). Σε απόλυτα μεγέθη οι επενδύσεις  έχουν μειωθεί κατά  περισσότερο από 60%. Είναι ενδεικτικό τηςσοβαρότητας του προβλήματος ότι κατά την περίοδο 2007-2013  η Ιρλανδία, η Πορτογαλία και η Ισπανίαβελτίωσαν το εμπορικό τους ισοζύγιο αυξάνοντας σημαντικά τις εξαγωγές – έως καικατά 25% (Ισπανία) – ενώ οι εισαγωγές μειώθηκαν πολύ λίγο ή αυξήθηκαν(Ιρλανδία).  Αντίθετα στην Ελλάδα οιεξαγωγές ήταν στάσιμες, παρά τη μεγάλη κάμψη του εργατικού κόστους λόγω της‘εσωτερικής υποτίμησης’. Η βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου προέκυψε αποκλειστικάαπό την τεράστια, κατά 32%, μείωση των εισαγωγών – λόγω της βαθειάς ύφεσης.  Αυτό δείχνει πόσο καταλυτικά έχειεπιδράσει   η υποεπένδυση στην ανταγωνιστικότητα.Μεγάλο μέρος της παραγωγικής δυναμικότητας της χώρας έχει καταστραφεί μεαποτέλεσμα την αδυναμία  ανταπόκρισηςστην εξωτερική ζήτηση. Η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε κατάσταση αναπηρίας.

Για την Ελλάδα, όπως και γιατην Ευρώπη, η ανάκαμψη προϋποθέτει τόνωση της ζήτησης, επιτάχυνση τωνεπενδύσεων, ανακεφαλαιοποίηση και εξυγίανση των τραπεζών καθώς και μεταρρυθμίσεις. Για μια μικρή υπερχρεωμένηοικονομία, τα περιθώρια στήριξης της οικονομικής δραστηριότητας με εγχώριαεργαλεία πολιτικής  είναι  περιορισμένα. Η εξέλιξη της ζήτησης συναρτάται από αποφάσεις που λαμβάνονται στιςΒρυξέλλες και την Φρανκφούρτη, όπως και από τη γενικότερη πορεία της ευρωπαϊκήςοικονομίας.

Η ανασυγκρότηση τουελληνικού τραπεζικού τομέα έχει ξεκινήσει, αλλά πρέπει να επιταχυνθεί.

Οι μεταρρυθμίσεις πρέπει ναπροχωρήσουν με  μεγαλύτερο δυναμισμό και  αποτελεσματικότητα. Οι διαρθρωτικές αδυναμίεςπαραμένουν τεράστιες και, αν δεν αντιμετωπιστούν έγκαιρα, θα ακυρώσουν κάθεαναπτυξιακή προσπάθεια.  Όμως, η προώθησήτους είναι κατεξοχήν πολιτικό ζήτημα, που θα κριθεί από την έκβαση των επόμενων,και πιθανώς επικείμενων, βουλευτικών εκλογών  καθώς και την επίτευξη ευρύτερης συναίνεσης  για την αναγκαιότητά τους. Η Ελλάδα, στηνεπισφαλή θέση στην οποία βρίσκεται σήμερα, δεν έχει περιθώρια για μεγάλες πολιτικές αντιθέσεις. Επιβάλλεταιη χάραξη εθνικής στρατηγικής.

Ο  τομέας των επενδύσεων προσφέρει πεδίο γιαάμεση δράση. Δεν πρόκειται να υπάρξει ανάκαμψη χωρίς   επιτάχυνση των επενδύσεων για την αποκατάσταση,σε πρώτη φάση, του κατεστραμμένου παραγωγικού δυναμικού της χώρας και, στην συνέχεια,τη δημιουργία πόλων ανταγωνιστικότητας που θα δώσουν νέα ώθηση στην αναπτυξιακήδιαδικασία.

Στις σημερινές συνθήκες, οιιδιωτικές επενδύσεις μπορούν  νασυμβάλουν, αλλά δύσκολα μπορούν να ηγηθούν,  σε αυτήν την προσπάθεια. Το υψηλό κόστοςδανεισμού και το έλλειμμα εμπιστοσύνης, που επιδεινώνεται από τις πολιτικέςαβεβαιότητες, λειτουργούν ανασταλτικά.  Αιχμήτου δόρατος πρέπει να είναι οι δημόσιες επενδύσεις.

Όμως, η αποτελεσματικήκινητοποίησή τους προϋποθέτει σχεδιασμό και διαπραγμάτευση. Ο σχεδιασμός αποτελείστοιχείο του αναπτυξιακού προτύπου που πρέπει να διαμορφωθεί για τη μετά-την-κρίση εποχή.  Σκέψεις υπάρχουν και έχουν δημοσιοποιηθεί απόιδιωτικούς φορείς, παράγοντες της αγοράς και ερευνητές. Δεν χρειάζεται ναξαναανακαλύψουμε την πυρίτιδα. Πρέπει, με πρωτοβουλία της κυβέρνησης, νααναληφθεί μια προσπάθεια σύνθεσης και ενσωμάτωσης των προτάσεων σε έναρεαλιστικό πλαίσιο.

Το επόμενο βήμα είναι ηδιαπραγμάτευση με τους εταίρους σε ότι αφορά τα σχήματα χρηματοδότησης ώστε ναεξασφαλιστεί η συμβατότητα με τις διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας. Ηδιαπραγμάτευση πρέπει να ενταχθεί στη γενική συζήτηση που θα ανοίξει για την αναθεώρηση  των δημοσιονομικών κανόνων αναφορικά με τηνστήριξη των δημοσίων επενδύσεων.

Αποκατάσταση των δημοσίωνεπενδύσεων  στα επίπεδα  πριν από την κρίση – που ισοδυναμεί με αύξησητης τάξης του 2,5%  του ΑΕΠ -  στη διάρκεια της επόμενης τριετίας θα μπορούσενα οδηγήσει σε επιτάχυνση της ανάπτυξης έως και κατά  8% μεσοπρόθεσμα. Οι δυνητικές πηγέςχρηματοδότησης αφορούν πρόσθετες επιχορηγήσεις από τα Διαρθρωτικά Ταμεία τηςΕυρωπαϊκής Ένωσης, δάνεια από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων,  αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας ώστε ναεπιτραπεί αυξημένη εθνική χρηματοδότηση, καθώς και συμπράξεις με τον ιδιωτικότομέα.

Κλειδί για την ανάκαμψη στηνΕλλάδα και την Ευρώπη είναι οι επενδύσεις. Σε πρώτη φάση πρέπει νακινητοποιηθούν δημόσιοι φορείς, εθνικοί και ευρωπαϊκοί, για να παραδώσουν στηνσυνέχεια την σκυτάλη στις επιχειρήσεις, ώστε να αξιοποιηθούν οι  νέες υποδομές  και να οικοδομηθούν   ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα.

Ο δρόμος εξόδου από τηνκρίση είναι, ακόμα,  μακρύς.  Για να τερματίσουμε, πρέπει να εστιάσουμε σε λίγουςαλλά εφικτούς στόχους, και να μην παρεκκλίνουμε.

Στο τραχύ έδαφος πουδιαμορφώνουν οι δυσκολίες της  ευρωζώνηςκαι η πιθανή εγχώρια πολιτική αλλαγή, πρέπει να εντοπιστούν ευκαιρίες, νααναζητηθούν πεδία συνεννόησης, και να αναληφθεί  γόνιμη δράση.

(Το κείμενο αποτελεί ομιλία του κ. Γιάννου Παπαντωνίου από την εκδήλωση που οργάνωσε το Κέντρο Ερευνών Προοδευτικής Πολιτικής την Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2014 με θέμα: "Επενδύσεις στην Ελλάδα και Αναπτυξιακή Πολιτική")