ΑΡΘΡΑΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

01.08.2020

Κίμων Χατζημπίρος : Γαλάζια Ισχύς

Η Γεωπολιτική προϋποθέτει γνώση της γεωγραφικής διάστασης της πολιτικής για τον έλεγχο μιας επικράτειας. Ιδιαίτερη σημασία αποκτά όταν η διεκδικούμενη επικράτεια περιλαμβάνει σημαντικούς φυσικούς πόρους. Ωστόσο, η οικονομική αξία των πόρων αλλάζει με τον χρόνο, αφού επηρεάζεται έντονα από τις τεχνολογικές εξελίξεις. Στην αρχή της τρίτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, οι πηγές ορυκτών καυσίμων τείνουν σταδιακά να απαξιωθούν. Ειδικότερα, οι θαλάσσιες εξορύξεις και οι υποθαλάσσιες μεταφορές γίνονται περισσότερο ακριβές και λιγότερο κερδοφόρες. Νέες ενεργειακές τεχνολογίες, προς όφελος του πλανήτη, θα προσδιορίσουν στο προσεχές μέλλον τις γεωπολιτικές προτεραιότητες στην θάλασσα.  
 
Οι γεωπολιτικές προσεγγίσεις των ενεργειακών ζητημάτων εξακολουθούν ακόμα και σήμερα να αναφέρονται σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο, παρά τις επιστημονικές και τεχνολογικές εξελίξεις. Έντονες συζητήσεις περί  υποθαλάσσιων κοιτασμάτων και αγωγών οδηγούν σε επικίνδυνες και κοστοβόρες δραστηριότητες, π.χ. κινητοποίηση στρατιωτικών δυνάμεων για την υπεράσπιση κεκτημένων θαλάσσιων περιοχών ή για την διεκδίκηση νέων οικονομικών ζωνών, υπηρετώντας όνειρα εθνικής μεγέθυνσης. Αλλά και οι υποθαλάσσιες έρευνες ή η κατασκευή αγωγών στοιχίζουν ακριβά. Πέρα από το εθνικό γόητρο, πόσο συμφέρουν οι δαπανηρές επιχειρήσεις ερευνητικών πλοίων για υποθαλάσσιες γεωτρήσεις και η παρουσία φρεγατών που τα υπερασπίζονται; Το πιθανότερο,  τέτοιες δραστηριότητες θα αποτελέσουν μια πανάκριβη τρύπα στο νερό, χωρίς ποτέ να αποδώσουν κέρδος. Οι γεωπολιτικές επιδιώξεις έχουν ουσία μόνον όταν, βασιζόμενες σε σοβαρές επιστημονικές εκτιμήσεις, αντιπροσωπεύουν πραγματικά οφέλη για το μέλλον. Σήμερα, η επένδυση σε ακριβές εξορύξεις ή σε υποθαλάσσιους αγωγούς συνεπάγεται μεγάλους οικονομικούς κινδύνους. Δύσκολα θα αποσβεσθεί εφόσον, με δεδομένες τις αποφάσεις της ΕΕ για στροφή σε Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ), η μακροχρόνια ζήτηση ορυκτών καυσίμων δεν είναι εξασφαλισμένη.
Οι οικονομικές εκτιμήσεις για υποθαλάσσιες εξορύξεις και αγωγούς επηρεάζονται από διάφορους παράγοντες:
1.      Μακροχρόνια ζήτηση για ορυκτά καύσιμα (πετρέλαιο, φυσικό αέριο)
2.      Κόστος υποθαλάσσιας εξόρυξης
3.      Σοβαροί περιβαλλοντικοί κίνδυνοι που μεταφράζονται και σε σημαντική οικονομική ζημιά
4.      Κόστος κατασκευής υποθαλάσσιων αγωγών ή μεταφοράς με πλοία υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG)
5.      Μεταφορά καυσίμου από σημείο παραγωγής Α μόνο σε σημείο παραλαβής Β (περίπτωση αγωγού, ζήτηση στο σημείο Β) ή σε σημεία Γ, Δ, Ε (περίπτωση πλοίων LNG, κατάλληλες λιμενικές εγκαταστάσεις). 
Αντίστοιχα, οι οικονομικές εκτιμήσεις για παραγωγή ηλεκτρισμού από ΑΠΕ (κυρίως αιολική ενέργεια) σε θαλάσσιες περιοχές επηρεάζονται από:
1.      Μακροχρόνια ζήτηση για ηλεκτρισμό
2.      Κόστος κατασκευής θαλάσσιων αιολικών πάρκων
3.      Κόστος ηλεκτρικής διασύνδεσης με υποθαλάσσια καλώδια
4.      Ένταξη της διακοπτόμενης αιολικής παραγωγής στο ηλεκτρικό δίκτυο, με αποθήκευση ενέργειας ή με άλλες τεχνολογίες.
Η ευρωπαϊκή ζήτηση για άφθονη ηλεκτρική ενέργεια παραγόμενη από ΑΠΕ είναι μακροχρόνια εξασφαλισμένη, το δε κόστος όλων των σχετικών τεχνολογιών βαίνει μειούμενο. Επιπλέον, οι διασυνδέσεις με ηλεκτρικό δίκτυο από Α σε Β δημιουργούν ισχυρή αμοιβαία εξάρτηση, άρα βούληση του καταναλωτή Β να υπερασπίζεται την πηγή ενέργειας Α. Επισημαίνεται ότι ο παραγόμενος ηλεκτρισμός δεν μπορεί να διατεθεί αλλού, αφού το δίκτυο είναι δεδομένο, άρα μειώνεται το οικονομικό ενδιαφέρον οποιουδήποτε εξωτερικού παράγοντα να οικειοποιηθεί τον ενεργειακό πόρο Α.  
 
Ευρωπαϊκή ενεργειακή πολιτική
Εν μέσω κρίσης κορωνοϊού, η νέα Ευρωπαϊκή Επιτροπή κινείται στους ρυθμούς του Green Deal, με τεράστια επίδραση στο ενεργειακό μέλλον της Ευρώπης. Το φιλόδοξο ευρωπαϊκό σχέδιο θέτει την ΕΕ σε μια μακρόχρονη σταθερή πορεία προς την «κλιματική ουδετερότητα» του 2050. Η προώθηση ηλεκτρικών αυτοκινήτων δείχνει το τέλος των υγρών καυσίμων, ενώ το ορυκτό φυσικό αέριο θα αντικατασταθεί σταδιακά με ηλεκτρισμό ή με αέριο από ανανεώσιμες πηγές. Τρεις εκδοχές έχουν τεθεί επί τάπητος από την ΕΕ: 1)  Σταδιακή απομάκρυνση από το ορυκτό φυσικό αέριο, με μερική συνέχιση της στήριξης των επενδύσεων για υποδομές (αγωγοί, δίκτυα, εγκαταστάσεις LNG), παράλληλα με τις νέες προτεραιότητες 2) Δραστική μείωση της χρηματοδότησης των επενδύσεων για ορυκτό αέριο και στροφή προς τις υποδομές παραγωγής και διανομής ανανεώσιμου αερίου (υδρογόνο ή βιοαέριο ή αέριο παραγόμενο με ηλεκτρισμό από ΑΠΕ - «power-to-gas») 3) Παύση της χρηματοδότησης κάθε επένδυσης σε αέριο και εστίαση στον πλήρη εξηλεκτρισμό, με ταχύτερη ανάπτυξη των ηλεκτρικών έξυπνων δικτύων και της παραγωγής από ΑΠΕ. Επισημαίνεται ότι και στις τρεις εκδοχές, η διάθεση ευρωπαϊκής χρηματοδότησης για ορυκτό φυσικό αέριο υποχωρεί σημαντικά, οι διαφορές αφορούν την ταχύτητα της αλλαγής και την επιλογή μεταξύ μελλοντικών δικτύων αερίου ή ηλεκτρισμού.
 
Πετρέλαιο και φυσικό αέριο
Είναι αμφίβολο αν, στον ελληνικό χώρο, υπάρχουν αξιόλογα εκμεταλλεύσιμα υποθαλάσσια κοιτάσματα πετρελαίου, πάντως οι εξορύξεις στοιχίζουν, ενώ οι μελλοντικές τιμές του πετρελαίου είναι αβέβαιες. Η πρόσφατη κατάρρευση ζήτησης και τιμών ήταν μεν συγκυριακή, λόγω πανδημίας και εμπορικών αντιθέσεων, αλλά ακολουθεί την προϋπάρχουσα τάση. Προμηνύει την σύντομη έλευση της νέας ενεργειακής εποχής, όπου ο ρόλος των ορυκτών καυσίμων θα συρρικνωθεί, λόγω της ανθρωπογενούς κλιματικής απειλής. Παραμένει επιπλέον το ερώτημα: πόσο συμβατή είναι η υποθαλάσσια εκμετάλλευση πετρελαίου με την τουριστική και ιστορική αξία του τοπίου; Όσο και αν τα προστατευτικά μέτρα της σύγχρονης τεχνολογίας έχουν βελτιωθεί, αξίζει να αναληφθεί το ρίσκο μιας μεγάλης πετρελαιοκηλίδας στις ελληνικές θάλασσες;  
Η υποθαλάσσια εξόρυξη και μεταφορά φυσικού αερίου εμφανίζουν μικρότερους, αλλά υπαρκτούς, περιβαλλοντικούς κινδύνους. Προβάλλονται γεωπολιτικά επιχειρήματα, ενεδρεύουν όμως βάσιμοι οικονομικοί φόβοι. Το βασικότερο ζήτημα: ακόμα και αν ανακαλυφθεί ή διέρχεται από υποθαλάσσιους αγωγούς άφθονο φυσικό αέριο, μήπως η τιμή του, όταν φθάνει στην φθίνουσα ευρωπαϊκή αγορά, αποδειχθεί υπερβολικά ακριβή;
Ένας αγωγός από Κύπρο και Ισραήλ μέχρι Ιταλία, είναι σημαντική γεωπολιτική κίνηση συνεργασίας χωρών της Ανατολικής Μεσογείου, δύσκολα όμως θα πουλήσει φυσικό αέριο στην Δυτική Ευρώπη. Το έργο θα συναντήσει σοβαρές τεχνικές δυσκολίες, αφού περνά από μεγάλα βάθη σχεδόν 3000 μέτρων, στην ασταθή και σεισμογενή επαφή των λιθοσφαιρικών πλακών Αφρικής και Αιγαίου, πράγμα που σημαίνει μεγαλύτερο κόστος κατασκευής.
Οι πιθανότητες πλούσιας μελλοντικής χρηματοδότησης νέων ακριβών αγωγών από την ΕΕ, με κίνητρο την μερική απεξάρτησή της από το ρωσικό φυσικό αέριο, περιορίζονται σημαντικά. Ο αγωγός Ισραήλ-Κύπρος-Ιταλία θα κοστίσει περί τα 7-10 δις δολάρια, για να μεταφέρει 10 (το πολύ 20, αλλά με υψηλότερο κόστος κατασκευής) δις κυβικά μέτρα αερίου τον χρόνο (μόλις το 2% της ζήτησης). Με υψηλά κόστη παραγωγής του αερίου και κατασκευής του αγωγού, η τιμή του αερίου στην Ευρώπη θα φθάσει τα 8 δολάρια/btu, για να γίνει το έργο οικονομικά βιώσιμο. Ένας χερσαίος αγωγός μέσω Τουρκίας θα είχε ανάλογο πρόβλημα. Έτσι, η τελική τιμή του αερίου για τον Ευρωπαίο καταναλωτή κινδυνεύει να είναι σχεδόν διπλάσια από όσο πωλείται από μεγάλους προμηθευτές της Ευρώπης. Ο TAP, από την Βόρεια Ελλάδα στην Ιταλία, θα κοστίσει περί το 1,5 δις και θα μεταφέρει 10, με δυνατότητα να φτάσει τα 20 δις κυβικά μέτρα τον χρόνο. Από τα 458 δις κυβικά μέτρα που κατανάλωσε  η Ε.Ε. το 2018, το 38,8% εισήχθη από την Ρωσία, το 27% από την Νορβηγία και το 12,4% αντιστοιχεί σε μεταφορές LNG. Οι ανάγκες όμως δεν αυξάνονται και οι τιμές αερίου έπεσαν, με την κρίση του κορωνοϊού, στην πολύ χαμηλή τιμή του 1,6 ευρώ/btu.
Είναι ορατός ο κίνδυνος για τους παραγωγούς ή τους μεταφορείς φυσικού αερίου, σε μερικά χρόνια να ψάχνουν πώς θα πουλήσουν σε μια Ευρώπη που δεν θα το θέλει και ίσως δεν θα το χρειάζεται πια. Οι εκτιμήσεις για την μακροπρόθεσμη ζήτηση φυσικού αερίου αναθεωρούνται συνεχώς προς τα κάτω και μερικοί εκτιμούν ότι η υπάρχουσα υποδομή στην ΕΕ είναι υπεραρκετή.