ΑΡΘΡΑΜΜΕ

23.06.2010

Στ. Παπαθανασόπουλος: ΜΜΕ: Νέο Θεσμικό Πλαίσιο;

«ΜΜΕ: Νέο Θεσμικό Πλαίσιο;»

Προτού απαντήσω στο αν χρειαζόμαστε ένα νέο θεσμικό πλαίσιο για τα ΜΜΕ, θα ήθελα καταρχάς να αναφερθώ σε ορισμένα στοιχεία:

1. Από το 1989, που καταργήθηκε το μονοπώλιο της κρατικής τηλεόρασης, κανένας σταθμός δεν έχει λάβει επίσημη άδεια λειτουργίας.

2. Στην ουσία τα ελληνικά τηλεοπτικά δρώμενα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ότι διέπονται από ένα καθεστώς ανομίας, αφού σχεδόν κανείς φορέας δεν τηρεί τις κείμενες διατάξεις και επικρατεί ένας ανελέητος ανταγωνισμός για τηλεθεατές και διαφημίσεις.

3. Με δεδομένο ότι η πολιτεία δεν έχει κατορθώσει μετά από μια εικοσαετία να επιβάλλει την τάξη στο πεδίο, το ερώτημα που προκύπτει είναι κατά πόσο είναι σε θέση (ή αν θέλει) να το κάνει.

4. Στην πράξη η ελληνική τηλεοπτική απορρύθμιση ήταν απόρροια της πολιτικής συγκυρίας, “χρωματισμένη” κυρίως από πολιτικές σκοπιμότητες, παρά από μια προσεκτική διερεύνηση των δεδομένων, προβλημάτων και οικονομικών δυνατοτήτων του επικοινωνιακού πεδίου της χώρας.

5. Ακόμη και σήμερα δεν υπάρχει έστω μια οικονομοτεχνική μελέτη που να δείχνει πόσοι σταθμοί και κανάλια μπορούν να λειτουργήσουν εύρυθμα στο πεδίο.

6. Ακόμη και σήμερα δεν ξέρουμε πόσοι σταθμοί χωρούν στις συχνότητες. Ευελπιστούμε ότι θα το μάθουμε γύρω στις 4 Μαρτίου.

7. Αντίθετα, σε μια μάλλον περιοδική βάση η εκάστοτε κυβέρνηση ανακοινώνει ότι θα επιβάλλει τάξη στα ερτζιανά, θα απονείμει τις πολυπόθητες άδειες, και στην ουσία η όλη διαδικασία ξεκινά από την αρχή επιβεβαιώνοντας τη λαϊκή ρήση «ουδέν μονιμότερον του προσωρινού», ενώ στο μεσοδιάστημα νέοι σταθμοί εισέρχονται ή αλλάζουν το ιδιοκτησιακό τους καθεστώς.

Η αποσπασματική πολιτική που έχει υιοθετήσει και εφαρμόσει η ελληνική πολιτεία φαίνεται και από το ότι:

Πρώτον, από το 1993 η πολιτεία ανακοινώνει ότι θα δημιουργήσει «πάρκα κεραιών» μέσα στα οποία θα τοποθετούνται υποχρεωτικά όλες οι κεραίες των ραδιοτηλεοπτικών σταθμών, όμως κι αυτά ακόμη δεν έχουν δημιουργηθεί ενδεχομένως λόγω πλέον του υψηλού κόστους τους αποτελώντας μαζί με τις άδειες μια από τις «ανοικτές πληγές» του ραδιοτηλεοπτικού πεδίου της χώρας.

Δεύτερον, από τις αρχές της αναδιάταξης του τηλεοπτικού πεδίου μια σειρά νόμων έχουν αποπειραθεί να ελέγξουν ή «νομιμοποιήσουν» την τηλεοπτική αναρχία χωρίς όμως αποτέλεσμα. Στην πράξη υπάρχει ένα πληθωρικό θεσμικό πλαίσιο (π.χ., νόμος 1730 του 1987 για την ίδρυση του ενιαίου φορέα της κρατικής τηλεόρασης, ο νόμος 1866 του 1989 για τη μη κρατική τηλεόραση και το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης, ο νόμος 2328 του 1995 για την ιδιωτική τηλεόραση ελεύθερης λήψης, ο νόμος 2644 του 1998 για τη συνδρομητική και ψηφιακή τηλεόραση, νόμος 2863 του 2000, καθώς και οι νόμοι 3021 του 2002 και οι νεότεροι 3310 και 3414 του 2005 για το βασικό μέτοχο εταιρειών ΜΜΕ που αναλαμβάνουν συμβάσεις με το δημόσιο, ο νόμος 3051 του 2002 για τις ανεξάρτητες αρχές, και τα συναφή Προεδρικά Διατάγματα και ο νόμος 3592 του 2007 για τη Συγκέντρωση και αδειοδότηση Επιχειρήσεων Μέσων Ενημέρωσης).

Τρίτον, καταγράφονται περιοδικές ανακοινώσεις περί της αδειοδότησης των τηλεοπτικών αδειών, ιδίως σε προεκλογικές περιόδους, που αργότερα οι διαγωνισμοί κρίνονται ως άγονοι. Παρεμπιπτόντως δόθηκε νέα παράταση έως και τον Οκτώβριο του 2008.

Τελικά μετά από όλα αυτά χρειάζεται ένας νέος νόμος;

• Όχι γιατί κι αν έχουμε ένα νέο νόμο δεν πρόκειται να εφαρμοστεί αφού οι νόμοι σε αυτή την χώρα δεν εφαρμόζονται

• Όχι και πάλι γιατί έχουμε ένα λεπτομερές και πληθωρικό θεσμικό πλαίσιο

• Όχι γιατί εάν εφαρμοστούν οι νόμοι θα κλείσουν τα μισά και περισσότερα ΜΜΕ

Όσον αφορά στη πρώτη θέση είναι γνωστό ότι οι νόμοι στη χώρα μας δεν εφαρμόζονται όχι γιατί είμαστε μια απείθαρχη κοινωνία, αλλά γιατί οι περισσότεροι νόμοι είναι όχι μόνον κακογραμμένοι, αλλά και γιατί η μία ρύθμιση αν όχι παράγραφος αναιρεί την άλλη και χρειάζεται μια σειρά προεδρικών διαταγμάτων (π.χ., νόμος Βενιζέλου) για να δρομολογηθεί η εφαρμογή τους. Το πρόβλημα είναι ότι στη χώρα μας παράγουμε νόμους επειδή ενδεχομένως δεν μπορούμε να τους εφαρμόσουμε. Στην πράξη ο εκάστοτε υπουργός, φεύγει αφήνοντας παρακαταθήκη έναν νέο νόμο που ξέρει ότι όπως και του προκατόχου του δεν πρόκειται να εφαρμοστεί.

Πιο συγκεκριμένα για τα ΜΜΕ, οι απόπειρες που έγιναν κατά το παρελθόν να δοθούν άδειες λειτουργίας είχαν περισσότερο «πυροσβεστικό» χαρακτήρα, παρά στόχευαν να διευθετήσουν οριστικά το πεδίο έχοντας υπόψη τις ευρύτερες κοινωνικές και πολιτικές συνιστώσες. Όπως έχουν επισημάνει οι I.K Kαράκωστας και A.Δ. Tσεβάς, οι οποίοι ανέλαβαν να κωδικοποιήσουν τη σχετική νομολογία: «H νομοθετική παραγωγή όχι μόνο δεν ήρε, αλλά αντιθέτως επέτεινε την αταξία των πηγών δικαίου των MME».

Αν ξεπεράσουμε τις θεωρητικές προσδοκίες θα δούμε ότι στην Ελλάδα το θεσμικό πλαίσιο είναι όχι μόνο πλήρες, αλλά σε σημαντικό βαθμό περιοριστικό έως ασφυκτικό. Προφανώς για το λόγο αυτό στις περισσότερες περιπτώσεις σπανίως εφαρμόζεται, καθώς και το γεγονός ότι δεν προσελκύουμε ξένους επενδυτές στον οπτικοακουστικό τομέα, κι όχι μόνον.

Οι κανόνες και κώδικες που αποσκοπούν να αποθαρρύνουν τις διάφορες εκτροπές στο χώρο της ενημέρωσης και της ψυχαγωγίας είναι εξίσου αυστηροί, αλλά και πάλι δεν εφαρμόζονται, κι όταν οι εποπτικές αρχές επιβάλλουν κάποιες κυρώσεις, εγείρονται πλήθος αμφισβητήσεων ακόμη κι από αυτούς που τους επιβάλλουν, ενώ τα πρόστιμα σπανίως έχουν εισπραχθεί. Ο κατάλογος των μη εφαρμογών θα μπορούσε να είναι μακρύς στα σχεδόν είκοσι χρόνια λειτουργίας του νέου ραδιοτηλεοπτικού πεδίου της χώρας.

Αλλά κι αν ακόμη υποθέσουμε ότι τα πάντα εφαρμόζονται, όπως η περίπτωση της διαπλοκής και της στην πράξη επιδότησης των ΜΜΕ από τους οικονομικά ισχυρούς ιδιοκτήτες τους, τότε λόγω της αλόγιστης ανάπτυξης των ΜΜΕ στην χώρα, πολλά από αυτά θα εξαναγκαστούν να διακόψουν τη λειτουργία τους. Κι έρχομαι στη τρίτη θέση. Προφανώς, αν κάτι τέτοιο συμβεί, πολλοί εργαζόμενοι στα ΜΜΕ θα αντιδράσουν ζητώντας τη συνέχιση της λειτουργίας ΜΜΕ που είναι οικονομικά ασύμφορα, η αποτελεσματικότητα της οικονομίας να πληγεί και η αξιοπιστία της πολιτικής να μειωθεί περαιτέρω. Ήδη η Ένωση Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών με αφορμή το νόμο για το βασικό μέτοχο είχε ζητήσει νομοθετικές πρωτοβουλίες που να ελέγχουν τη βιωσιμότητα των ΜΜΕ. Άλλοι, κυρίως τα μικρότερης εμβέλειας μέσα ενημέρωσης, θα μπορούσαν να υποστηρίξουν ότι με την «ασυδοσία» που διακρίνει τους μεγαλο-ιδιοκτήτες επιχειρηματίες των μεγάλης εμβέλειας ΜΜΕ όποια αλλαγή θα ήταν εκ μέρους τους ευπρόσδεκτη.

Στα είκοσι χρόνια που καταγράφουμε τις εξελίξεις του πεδίου στην Ελλάδα, διακρίνουμε, μετά από πιέσεις, τη ψήφιση αλλεπάλληλων νόμων από την εκάστοτε κυβέρνηση. Οι περισσότεροι ζητούν νόμους, για να προστεθούν στην πράξη στο μακρύ κατάλογο των νόμων που δεν εφαρμόζονται κι αυτό φαίνεται πως το γνωρίζουν αρκετά καλά οι ενδιαφερόμενοι ένθεν και εκείθεν.

Εν ολίγοις, το «μοντέλο του modus videndi» του ελληνικού επικοινωνιακού πεδίου είναι ότι κάποιοι νόμοι εφαρμόζονται για συγκεκριμένες περιπτώσεις, καθώς επιβάλλονται από τις περιστάσεις και περνούν ως φωτοβολίδα προκαλώντας για ένα μικρό χρονικό διάστημα αρρυθμίες. Κι όλα μετά από λίγο, όπως καταδεικνύει η εμπειρία, επανέρχονται στη «φυσιολογική» τους κατάσταση. Στην περίπτωση των ηλεκτρονικών μέσων, είτε  αναφερόμαστε στο ιδιοκτησιακό καθεστώς ή ακόμη και στη δομή και τη λειτουργία του πεδίου, θα ήταν προτιμότερο να ζητούσαμε λιγότερους νόμους, που θα μπορούσαν να εφαρμοστούν.

Θα έλεγα ότι ο πρόσφατος νόμος περί της συγκέντρωσης και αδειοδότησης είναι από τους νόμους που θα μπορούσε να συμβάλλει, με κάποιες τροποποιήσεις, στην εύρυθμη λειτουργία του πεδίου, αφού αναγνωρίζει την «κανονιστική δύναμη του πραγματικού» και προετοιμάζει τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στο πεδίο για ψηφιακή εποχή.

Θα μπορούσαμε όμως να ζητήσει κανείς λόγω της έλευσης της ψηφιακής τεχνολογίας και μετάδοσης, να προβλέπεται, παράλληλα με τα ιδιωτικά και δημόσια μέσα, η λειτουργία των αποκαλούμενων «κοινωνικών μέσων». Δηλαδή, μέσα επικοινωνίας που απευθύνονται σε κοινωνικές και πολιτικές μειονότητες κι όχι και να εκφράζουν τη κοινωνία των πολιτών. Τα εν λόγω μέσα θα μπορούσαν να επιβιώσουν εάν ετύγχαναν κάποιας δημόσιας επιχορήγησης. Η δε δυναμική τους να συμπαρέσυρε το σύνολο του πεδίου λαό θα διάνοιγε νέους ορίζοντες στην ενημέρωση και ψυχαγωγία του ελληνικού κοινού.

Κείμενο oμιλίας του καθηγητή κ. Στέλιου Παπαθανασόπουλου, Προέδρου του Τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών, στην εκδήλωση που πραγματοποίησε το ΚΕΠΠ στις 20 Φεβρουαρίου 2008, με τίτλο "ΜΜΕ: Νέο Θεσμικό Πλαίσιο;"