ΑΡΘΡΑΔΙΑΦΟΡΑ

26.06.2010

Π.Γ.Κορλίρας: "Με το βλέμμα στην ανάπτυξη"

Οι σημαντικές διαρθρωτικές αλλαγές που συντελούνται τώρα στην Ελλάδα, η ασφαλιστική μεταρρύθμιση, η ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας και το «άνοιγμα» των κλειστών επαγγελμάτων δημιουργούν ένα πλαίσιο που, αν το αξιοποιήσουμε, είναι πρόσφορο για την επάνοδο της χώρας σε τροχιά ανάπτυξης. Η δημοσιονομική προσαρμογή, αναγκαία έτσι κι αλλιώς αλλά και υποχρεωτική λόγω του Μνημονίου, αποτελεί το πρώτο σκέλος της ακολουθούμενης οικονομικής πολιτικής, προς την κατεύθυνση της ανάκτησης της αξιοπιστίας της χώρας. Το άλλο, όμως, σκέλος, εκείνο των διαρθρωτικών αλλαγών, είναι ίσως πιο σημαντικό, διότι η επιτυχής έκβαση και αξιοποίησή του θα δώσει την αναπτυξιακή προοπτική, που αποτελεί την ουσιαστική διέξοδο από τη βαθύτατη κρίση της ελληνικής οικονομίας. Είναι, εξάλλου, προφανές ότι χωρίς ανάπτυξη, εάν δηλαδή η ελληνική οικονομία καθηλωθεί σε συνθήκες εντεινόμενης ύφεσης, με κλείσιμο επιχειρήσεων και αυξανόμενη ανεργία, το δημοσιονομικό εγχείρημα είναι καταδικασμένο σε αποτυχία, ως θυσίες που έγιναν άδικα και άσκοπα, με προφανείς κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις. Πρέπει, συνεπώς, να επικεντρωθούμε στο ζήτημα της ανάπτυξης, διερευνώντας λεπτομερώς τις δυνατότητες της Ελλάδας να αξιοποιήσει τη μείωση του «εσωτερικού κόστους», άρα και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, που συνεπάγονται οι πραγματοποιούμενες διαρθρωτικές αλλαγές.

Σε συνθήκες οικονομικής ύφεσης, δεν μπορούμε να αναμένουμε αύξηση της εγχώριας κατανάλωσης, με δεδομένο το κλίμα αβεβαιότητας που διακατέχει τα νοικοκυριά, σε συνδυασμό με τη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος λόγω της μείωσης των αποδοχών και της αύξησης των φόρων. Ταυτόχρονα, λόγω των δημοσιονομικών περιορισμών, το κράτος δεν μπορεί να ασκήσει επεκτατική πολιτική (μάλλον το αντίθετο θα κάνει στο προβλεπτό μέλλον). Η επεκτατική ώθηση που θα μπορούσε να δώσει ο εξωτερικός τομέας είναι περιορισμένη, αφενός διότι ξεκινάμε με ένα πολύ μεγάλο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, και αφετέρου διότι οι διαρθρωτικές αλλαγές, που ευνοούν την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, απαιτούν χρόνο για να αφομοιωθούν και να αποδώσουν.

Απομένουν, συνεπώς, οι επενδύσεις ως ο μοναδικός παράγοντας που θα μπορέσει να δώσει μια αναπτυξιακή ώθηση στην ελληνική οικονομία, και να μετουσιώσει την εν δυνάμει σε πραγματική - αποτελεσματική αύξηση της ανταγωνιστικότητας και να αποτρέψει το ενδεχόμενο της βαθιάς ύφεσης και ανεργίας που πλανάται στις προσδοκίες και τους φόβους των Ελλήνων. Μετά την αναγκαία δημοσιονομική προσαρμογή, και προκειμένου αυτή να μην καταλήξει σε μια «άσκηση επί ματαίω», η ενίσχυση της επενδυτικής δραστηριότητας αποτελεί συνθήκη sine qua non για την επιτυχή έκβαση της όλης προσπάθειας που γίνεται για τη σωτηρία της χώρας.

Σε αυτό το πλαίσιο, οι δυνατότητες που υπάρχουν είναι συγκεκριμένες και υπολογίσιμες. Προτεραιότητα πρέπει να δοθεί στην προσέλκυση «άμεσων ξένων επενδύσεων», με κίνητρα κυρίως φορολογικά αλλά και διοικητικά (όπως, π.χ. η απλούστευση των διαδικασιών), στους τομείς εκείνους που η Ελλάδα έχει είτε συγκριτικό πλεονέκτημα είτε ειδικό επενδυτικό ενδιαφέρον. Σ’ ένα τέτοιο εγχείρημα, δεν θα πρέπει να αγνοήσουμε και τη δυνατότητα επενδύσεων από ελληνικής προέλευσης κεφάλαια, παρόλο που ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στις περιοχές του κόσμου όπου υπάρχει υπερπροσφορά επενδυτικών κεφαλαίων, όπως είναι η Εγγύς και η Απω Ανατολή. Παράλληλα με τις άμεσες ξένες επενδύσεις, η χώρα πρέπει να αξιοποιήσει τις «συμπράξεις δημόσιου - ιδιωτικού τομέα» (ΣΔΙΤ), σε έργα υποδομής και όχι μόνον, κυρίως με συμβάσεις παραχώρησης που έχουν πολύ μικρό δημοσιονομικό κόστος. Η περαιτέρω βελτίωση των υποδομών (οδικοί άξονες, λιμάνια, αεροδρόμια, μαρίνες κ.λπ.) λειτουργούν συνδυαστικά με τις άμεσες ξένες επενδύσεις σε διάφορους κλάδους, αυξάνοντας όχι μόνο το δυνητικό ΑΕΠ της χώρας, αλλά και συμβάλλοντας στην αύξηση της απασχόλησης και των διαθεσίμων εισοδημάτων. Μια πιο μεσοπρόθεσμη προοπτική είναι η ενίσχυση του τομέα της έρευνας και τεχνολογίας, η οποία, εάν αξιοποιηθεί κατάλληλα, και με δεδομένο το επιστημονικό και τεχνολογικό προσωπικό εντός και εκτός Ελλάδας, θα μπορούσε να αποτελέσει έναν πολύ σημαντικό αναπτυξιακό παράγοντα. Και σ’ αυτά απαιτούνται φορολογικά και διοικητικά κίνητρα, όπου μαζί με την πάταξη της αδιέξοδης γραφειοκρατίας και της διαφθοράς, η χώρα θα μπορούσε να αξιώσει μια πιο ευπρεπή παρουσία στους τομείς εκείνους που, στον 21ο αιώνα, δίνουν σημαντική προστιθέμενη αξία. Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και η πάλαι ποτέ φιλοδοξία της χώρας να γίνει σημαντικό περιφερειακό χρηματοπιστωτικό κέντρο, πράγμα θεωρητικά εφικτό λόγω της ύπαρξης πολλών Ελλήνων, εντός και εκτός Ελλάδας, με εξειδικευμένες γνώσεις και εμπειρία στη σύγχρονη τραπεζική-χρηματοοικονομική, βοηθούντος και του γεγονότος της ύπαρξης σημαντικού ιδιωτικού πλούτου αλλά και της παγκόσμιας σημασίας της ελληνόκτητης ναυτιλίας. Μετά την είσοδο στην Ευρωζώνη, στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα συσσωρεύτηκαν καταθέσεις ίσες περίπου με το 100% του ονομαστικού ΑΕΠ της χώρας, αντανακλώντας σε κάποιο βαθμό και «επαναπατρισμό» κεφαλαίων από ξένες τράπεζες. Σήμερα οι ελληνικές τράπεζες «δοκιμάζονται» λόγω της υποτίμησης των ελληνικών κρατικών τίτλων που κατέχουν, αλλά αποδεικνύονται ανθεκτικές. Ολα αυτά, μαζί με ένα Χρηματιστήριο που αναζητεί θετικές ειδήσεις για να ανακάμψει, είναι στοιχεία αξιοποιήσιμα σε μια τροχιά ανάπτυξης.

Ετσι όπως έχουν τα πράγματα, η διεθνής εικόνα της Ελλάδας είναι ότι βρίσκεται σε μια καμπή, που συνοψίζεται στην έκφραση «make or break». Οι επιφυλάξεις για την ικανότητα της κυβέρνησης να υλοποιήσει τις υπεσχημένες δεσμεύσεις, αλλά και για την κατανόηση της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού για την αναγκαιότητα των αλλαγών που συντελούνται, έχουν ήδη αρχίσει να υποχωρούν. Μόνο μια βαθύτερη ύφεση και έκρηξη της ανεργίας θα μπορούσε να ανατρέψει τόσο τη μεσοπρόθεσμα εξυγιαντική προσπάθεια όσο και το πολιτικό σκηνικό που σήμερα εγγυάται την επιτυχή έκβαση του εγχειρήματος. Αρα, η έμφαση πλέον είναι στην ανάπτυξη, δηλαδή στις επενδύσεις.

του Παναγιώτη Kορλίρα, Καθημερινή της Κυριακής 22/08/2010