ΑΡΘΡΑΘΕΣΜΟΙ ΚΑΙ ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ

20.01.2008

Γ.Η. Κριμπάς: Το όνομα, το άτιμο – το καταραμένο

Είμαστε μικρός τόπος, οι άνθρωποι και τα πράγματα έχουν τ’όνομά τους - και το ξέρουμε, αυτό ξέρουμε, γι’ αυτό νοιαζόμαστε.  Όμως τ’όνομα κληρονομιέται, οι γόνοι το φέρουν, το εξαργυρώνουν - μάλλον τους το εξαργυρώνουν άλλοι.  Έτσι το σημερινό δίδυμο Καραμανλής-Παπανδρέου, απότοκο της συγκυρίας - ένας άτεκνος είχε ανήψι κι’ένας πολύτεκνος είχε πρωτότοκο.  Αλλά η πραγματικότητα δεν είναι βολετή:  το ανήψι διογκώθηκε μα δέ μεγάλωσε, το πρωτότοκο ξεράθηκε πριν ωριμάσει.

 

Οι μικροβιολόγοι της πολιτικής μας κατάστασης το λέν αυτό ‘κρίση του δικομματισμού’ – λές και πότε η Ελλάδα δέν είχε, επί της ουσίας, δικομματισμό – και πώς, μοναδική απ’ολάκερη την παγκόσμια ιστορία, θα μπορούσε να μην έχει;  Εξάλλου, τί πάει να πεί κρίση του δικομματισμού; - καλό, κακό, ουδέτερο, ή μήπως τελικά άνευ σημασίας – οπότε γιατί το μιλάμε;  Πρόκειται για υπεκφυγές.

 Το όνομα δεν είναι ποτέ αμελητέα ποσότητα, παντού και πάντα - η κληρονομιά του είναι μια άλλη ιστορία:  όπως και για το πέρασμα από το ρόδο στο όνομα του ρόδου και τ’ανάποδο, διαμεσολαβεί η φαντασίωση, στην πολιτική η συλλογική φαντασίωση.  Όπου, ξανά και ξανά - και το παιδί του τυρανοκτόνου Κρόμβελ λεγόταν ‘Κρόμβελ’ μα τ’άκανε θάλασσα, τ’όνομα στέρεψε. 

 
 Η συλλογική φαντασίωση, πάντα αναγκαία, μπορεί να είναι μονάχα οπτασία.  Τα δύο όντως φαντασιωτικά ονόματα, που κυριάρχησαν από την Μεταπολίτευση ως εδώ, αντιστοίχιζαν σε συγκεκριμένους πραγματικούς ανθρώπους, το πρώτο, του Κωνσταντίνου Καραμανλή, υπερτιμημένο και υπερτιμούμενο, το δεύτερο, του Ανδρέα Παπανδρέου, υποτιμημένο και ακόμη υποτιμούμενο.  Χρειάστηκε και χρειάζεται τρομακτική δόση συλλογικής φαντασίωσης για να πραγματωθεί το πέρασμα συλλογικής πολιτικής αφοσίωσης από τους γεννήτορες στους επιγόνους, αυτό δηλαδή που, έστω διστακτικά, ακόμη ζούμε. 


Γιατί όντως ζούμε – ποιός θα το αμφισβητήσει; - την μηδενική οντότητα της πολιτικής γύμνιας, ίσως χειρότερο, της ισχνότητας.  Αχαμνοί επίγονοι των ονομάτων τους, πωλούμενοι, με τις σύγχρονες μεθόδους, ως εμπορεύματα με εποχειακές εκπτώσεις, ανδρείκελα οντοτήτων, τις οποίες προσβάλουν και κατ’ουσίαν υβρίζουν, τόσο αναγκαίοι κι’απαραίτητοι όσο κι’άχρηστοι, ο ‘δικομματισμός’ ν’άν καλά – άς πάει κι’αυτός στο διάολο, λοιπόν.


 Όμως τί, επιτέλους, χωράει ο δύσμοιρος αυτός διάβολος;  Όπως πάντα, όταν δέν θέλεις ν’αλέσεις, κάτι θα βρείς να κοσκινίσεις.  Διότι ποιός, τέλος πάντων, είναι αυτός ο ‘δικομματισμός’, πού και ως προς τί ακριβώς πταίει;  Δηλαδή, ποιός ‘άλλος’ ή πώς αλλοιώς θα μπορούσε να είναι;


Η βαθύτατα δημοκρατική, όσο και ‘εθνική’ δική μας, η μικροϊδιοκτησιακή αντίληψη της πολιτικής, άρα και της δημοκρατίας, είναι καταδικασμένη να λέει και μαζί να ξελέει:  η ‘πολιτική’ [δηλ. η σύγκρουση] χρειάζεται μεν αλλά βλάπτει, η ‘πολιτική’ [δηλ. ο πολιτικός αγών] ανυψώνει μεν αλλά διχάζει, η ‘πολιτική σύγκρουση’ [ώχ! πονεί …] είναι αναπόφευκτη αλλ’αυτής πάντα προέχει ο [καλύτερος για όλους μας, και καλύτερα ακατονόμαστος] ‘συμβιβασμός’, πάντως η τελική [φρικτός – τόσο εθνικοσοσιαλιστικός - όρος] ‘συναίνεση’ είναι το ποθούμενο-ζητούμενο - άρα η θέση πρέπει εκ προοιμίου να υπο-φέρει την αντί-θεση, έστω καθυποτασσόμενη – αδελφέ.


Πώς όμως μπορεί να υπάρξει συναίνεση χωρίς και πρότερα από την έκβαση της σύγκρουσης;  Σύγκρουση, όμως; - όχι κι’έτσι.  Επιλεξόμεθα μάλλον ημείς το ανώδυνον ή, ακόμη καλύτερο, την φαντασίωση του ανώδυνου.  Αντί για την πραγματικότητα, καλύτερη η εικόνα της, καλύτερη κι’απ’ την εικόνα της η φανταστική της μορφή, τα φανταστικά πρόσωπα, τα ανύπαρκτα - έχουμε ευτυχώς τα ονόματά τους.  Και τί ονόματα, καθοσιωμένα, και δικομματικώς δίδυμα. 


Έτσι, φυσικά, ως πρός τα ονόματα που είναι πρόσωπα, αυτά που στο συλλογικό φαντασιακό μας ενστερνίζονται [ώ, υπέροχα στέρνα] τη συλλογικότητα, τα ονόματα που είναι πραγματικά ανθρώπινα όντα, τα απτά ονόματα, αυτά που εκφράζουν αυτό που όντως συλλογικά είμαστε και με το βλέμμα τους προσβλέπουν σ’αυτό που όντως εμείς θέλουμε.  Τα δίδυμα πολιτικά μας ονόματα είναι το πραγματικό μας εμείς, το υποκατάστατο της συλλογικής μας οντότητας – τί κι’άν τα πρόσωπα που διαλέξαμε είναι ανύπαρκτα; - μαν μένουν τουλάχιστον τα ονόματα.  Έχουν, όμως – το ξέρουμε – τα πρόσωπα, και μαζί τους τα ιστορικά τους ονόματα - αποτύχει οικτρά.  Από πότε;


Απ’την αρχή.  Οι διαδικασίες διαδοχής – από τους φυσικούς ή θεσμικούς γεννήτορες - ήταν ιλαροτραγωδία.  Η πρότερη προετοιμασία των ηγετών [διότι, τραγικό κι’άν φαίνεται, περί πραγματικού κομεντιακού θεάτρου πρόκειται] ήταν κατ’οίκον οικονομία.  Το εμπορεύσιμο ύφος των επιγόνων είχε τη στοιχειώδη ποικιλία του μά δεν κράτησε.  Χάρη στα σύγχρονα τεχνικά μέσα κρατιέται [δύσμοιρη …] η μνήμη του ονόματος, της ανταύγειας που αποπνέουν και, φεύ!, η ταυτότητα της ανυπαρξίας.  Το ανύπαρκτο, στο ανύπαρκτο πλαίσιο που το καθορίζει, τσουλάει ακόμη.  Κ’ίσως, σύντομα, κάποιο άλλο συγκυριακό ψευδογεγονός, να την υπογραμμίσει – την ανυπαρξία εννοώ.     

Εντωμεταξύ και κατά φύσιν, λείπει – δομικά, θα πούν οι μικροβιολόγοι της πολιτικής μας ζωής – η οργή, καθότι κι’αυτή αποδόθηκε με υπεργολαβία στα πολλαπλά της θεατράκια,  μας σώζουν ως από μηχανής θεός.  Και, μαζί, η όποια Ελλάδα – αυτό δέν είναι τ’όνομά της; – μικραίνει.  Πρός ώρας.  Όμως η οργή δουλεύει.  Κι’οι αρχιτέκτονες του κόσμου τούτου μεριμνούν ενόσω οι δρώντες παρέα με τα πιόνια του τρέχοντος παιγνίου εκτίουν τον χρήσιμο βίο.

TO BHMA TΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ- 20/1/2008

Ο κ. Κριμπάς είναι Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών