ΑΡΘΡΑΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

08.01.2010

Γιάννος Παπαντωνίου: Οικονομία: Κρίση και Προοπτικές

Η Ελλάδα μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’90 είχε εξαιρετικά αδύναμες οικονομικές επιδόσεις: χαμηλή ανάπτυξη, τεράστια δημοσιονομικά ελλείμματα, πολύ υψηλό πληθωρισμό και επιτόκια, ασταθές νόμισμα. Η ένταξη στην Ευρωζώνη διαμόρφωσε νέες συνθήκες, που οδήγησαν στη σταθεροποίηση της οικονομίας, με τη δραστική μείωση των ελλειμμάτων και του πληθωρισμού, και στην επιτάχυνση της ανάπτυξης. Την τελευταία δεκαετία ο ρυθμός ανάπτυξης ήταν 4% σε ετήσια βάση, περίπου τριπλάσιος σε σχέση με την προηγούμενη εικοσαετία.

 

Η αναβάθμιση των οικονομικών επιδόσεων της χώρας κατά την περίοδο πριν από την ένταξη το 2000 στηρίχθηκε σε πολιτικές σταθεροποίησης, σε σημαντικές διαρθρωτικές αλλαγές καθώς και στην πραγματοποίηση μεγάλων έργων υποδομών. Το αναπτυξιακό υπόδειγμα αξιοποίησε την αυξημένη εμπιστοσύνη που απέκτησαν καταναλωτές και επενδυτές με την εξασφάλιση σταθερού οικονομικού περιβάλλοντος. Χαμηλός πληθωρισμός, χαμηλά επιτόκια, ισχυρό νόμισμα, οδήγησαν σε υψηλότερα επίπεδα την καταναλωτική και επενδυτική δαπάνη. Χάρη στις διαρθρωτικές αλλαγές και στον εκσυγχρονισμό των υποδομών, η παραγωγική βάση της χώρας ανταποκρίθηκε θετικά στην αύξηση της ζήτησης. Στη συνέχεια, όμως, διευρύνθηκαν υπέρμετρα τα ελλείμματα του εξωτερικού ισοζυγίου, αντανακλώντας υστερήσεις στην προσαρμογή της οικονομίας στο νέο ανταγωνιστικό διεθνές περιβάλλον. Ο ιδιωτικός και δημόσιος δανεισμός ακολούθησε έντονα ανοδική πορεία. Η χώρα άρχισε να ζει πάνω από τις οικονομικές της δυνατότητες. Οι αποταμιεύσεις κατευθύνονταν σε μεγάλο βαθμό στην κάλυψη των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, οι παραγωγικές επενδύσεις εξασθένησαν, η ανταγωνιστικότητα υποβαθμίστηκε.

 

H παγκόσμια οικονομία διέρχεται τη μεγαλύτερη κρίση της μεταπολεμικής περιόδου. Το μόνο συγκρίσιμο προηγούμενο ήταν το πετρελαϊκό σοκ   της περιόδου 1973-74, που επαναλήφθηκε το 1979, προκαλώντας φόβους μακροχρόνιου στασιμοπληθωρισμού. Όμως, το πρόβλημα της δεκαετίας του ’70 δεν συνδέονταν με υστέρηση της παγκόσμιας ζήτησης, αλλά με μετακινήσεις πόρων - μέσω της ανατίμησης του πετρελαίου - που προκάλεσαν μακροοικονομικές ανισορροπίες, κυρίως στα εξωτερικά ισοζύγια και στα επίπεδα των τιμών. Για την έξοδο από την κρίση απαιτήθηκε η εφαρμογή σταθεροποιητικών πολιτικών που, όμως, δεν οδήγησαν σε νέα πρότυπα ανάπτυξης.

 

Σήμερα, η κατάσταση είναι διαφορετική. Πρώτον, η παγκόσμια ζήτηση υπέστη μεγάλες απώλειες και ανακάμπτει με αργούς και αβέβαιους ρυθμούς. Παρά τα πρωτοφανή πακέτα αναθέρμανσης των οικονομιών και τη συντονισμένη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής, δεν διαφαίνεται επάνοδος σε ομαλά επίπεδα δραστηριότητας, ιδιαίτερα στις προηγμένες χώρες, σε σύντομο χρονικό διάστημα. Επιπλέον, η ανεργία συνεχίζει να αυξάνεται και να αποκτά χαρακτηριστικά χρόνιου προβλήματος.

 

Δεύτερον, οι αιτίες της κρίσης, εστιασμένες στις λειτουργικές αρρυθμίες του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού  συστήματος και στις μεγάλες ανισορροπίες στα εξωτερικά ισοζύγια των οικονομικών υπερδυνάμεων, κυρίως στο εμπορικό ισοζύγιο ΗΠΑ – Κίνας, δεν φαίνονται να αντιμετωπίζονται με αποτελεσματικό τρόπο. Οι σχεδιαζόμενες αλλαγές στο ρυθμιστικό πλαίσιο του χρηματοπιστωτικού  συστήματος είναι συντηρητικές και προσφέρουν μικρή προστασία απέναντι στο ενδεχόμενο νέων κρίσεων λόγω είτε αλόγιστου δανεισμού είτε υπερβολών στη χρηματοοικονομική καινοτομία. Εξάλλου, παρά την ενεργοποίηση του G20, η παγκόσμια οικονομική διακυβέρνηση δεν διαθέτει τα μέσα  να αμβλύνει ανισορροπίες (για παράδειγμα, επηρεάζοντας τον καθορισμό των συναλλαγματικών ισοτιμιών).

 

Τρίτον, παρακαταθήκη της παγκόσμιας κρίσης είναι τα δημοσιονομικά προβλήματα που προκάλεσαν οι δέσμες μέτρων αναθέρμανσης των οικονομιών. Το δημόσιο χρέος των προηγμένων χωρών έχει αυξηθεί υπέρμετρα, καθιστώντας αναγκαία την εφαρμογή περιοριστικών πολιτικών, οι οποίες θα επιδράσουν αρνητικά στους ρυθμούς ανάκαμψης.

 

Μέσα σε αυτό το δυσμενές περιβάλλον και την αβέβαιη προοπτική που διαγράφεται, η θέση της Ελλάδας επιβαρύνεται με πρόσθετα προβλήματα. Καταρχήν, η χώρα μας είναι αντιμέτωπη με μια δημοσιονομική κρίση, οι διαστάσεις της οποίας ξεπερνούν κατά πολύ τα όρια του προβλήματος των άλλων ευρωπαϊκών χωρών – με εξαίρεση την Ιρλανδία. Η τεράστια αύξηση του ελλείμματος έχει δημιουργήσει συνθήκες εκρηκτικής ανόδου του δημοσίου χρέους, με κίνδυνο να προκληθεί πιστωτική κρίση. Το κόστος δανεισμού μπορεί να εκτιναχθεί σε ύψη που θα είναι δύσκολο να αντέξει η οικονομία. Δεν αποκλείεται, εξάλλου, να προκύψει πρόβλημα κάλυψης των δανειακών αναγκών, με αποτέλεσμα την αναγκαστική λήψη οδυνηρών μέτρων που θα οδηγήσουν σε μείωση των εισοδημάτων και αύξηση της ανεργίας.

 

Παράλληλα, η ελληνική οικονομία αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα ανταγωνιστικότητας, το οποίο περιορίζει τις δυνατότητες συμμετοχής στην παγκόσμια ανάκαμψη. Η παραγωγή παραμένει καθηλωμένη σε παραδοσιακούς κλάδους έντασης εργασίας και, κατά συνέπεια, είναι ευάλωτη στον ανταγωνισμό των χωρών χαμηλού εργατικού κόστους. Η απουσία μεταρρυθμίσεων τα τελευταία χρόνια είναι κατεξοχήν υπεύθυνη για την επιδείνωση των αναπτυξιακών προοπτικών της χώρας.

 

Η συνύπαρξη δημοσιονομικού εκτροχιασμού και ανταγωνιστικής υστέρησης αποκλείουν την ανάκαμψη της οικονομίας. Η ανάγκη άσκησης αυστηρής περιοριστικής πολιτικής σε συνδυασμό με την απαξίωση του παραγωγικού δυναμικού οδηγούν σε στασιμότητα των εισοδημάτων και συνεχή αύξηση της ανεργίας.

 

Κεντρική ευθύνη για αυτήν την αρνητική εξέλιξη φέρει η συντηρητική διακυβέρνηση των τελευταίων ετών. Η ΝΔ είχε υποσχεθεί μεταρρυθμίσεις και επανίδρυση του κράτους. Στην πράξη επικράτησε η χαλαρότητα, η αδράνεια και η πελατειακή διαχείριση στα όρια του φαύλου παλαιοκομματισμού. Η χώρα έχασε το βηματισμό της και παρασύρθηκε στη δίνη της παγκόσμιας κρίσης.  

 

Η επάνοδος σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης επιβάλλει την άσκηση επιθετικής πολιτικής για την άμεση αντιμετώπιση του δημοσιονομικού προβλήματος και της υστέρησης της ανταγωνιστικότητας.

 

Η δημοσιονομική εξυγίανση πρέπει να είναι εμπροσθοβαρής. Η μείωση του ελλείμματος πρέπει να συντελεστεί σε μεγάλο βαθμό στην αρχή της θητείας της σημερινής κυβέρνησης, προτού αναλωθεί πολύτιμο πολιτικό κεφάλαιο. Είναι, εξάλλου, αυτονόητο ότι δεν πρέπει να στηριχθεί σε νέες φορολογίες, αλλά στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και της σπατάλης στο δημόσιο.

 

Κρίσιμη σημασία για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας έχει η μετάβαση στην οικονομία της γνώσης, σε νέες τεχνολογίες και προηγμένα σχήματα οργάνωσης. Καταρτισμένο και εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό, ανάπτυξη της έρευνας, θεσμικό και διοικητικό περιβάλλον που ευνοεί την επιχειρηματικότητα και την καινοτομία, αποτελούν προϋποθέσεις μιας νέας αναπτυξιακής πολιτικής. Οι δημόσιες επενδύσεις και τα κοινοτικά προγράμματα πρέπει να στηρίξουν την εισαγωγή νέων τεχνολογιών καθώς και την πράσινη ανάπτυξη. Η πληροφορική και οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας πρέπει να έχουν υψηλή συμμετοχή.

 

Μοχλό για τη δημοσιονομική εξυγίανση και για την αναβάθμιση του παραγωγικού δυναμικού αποτελούν διαρθρωτικές αλλαγές στο κράτος και τους θεσμούς. Κομματισμός, αναξιοκρατία, γραφειοκρατία, διαφθορά, υποθάλπουν τη φοροδιαφυγή, οδηγούν σε κατασπατάληση των πόρων, και καταπνίγουν την επιχειρηματικότητα. Εξάλλου, πρέπει να αντιμετωπιστούν οι διευρυνόμενες ανισότητες και η υποβάθμιση της παιδείας και του κοινωνικού κράτους. Η φορολογική μεταρρύθμιση πρέπει να συμβάλει στην αναδιανομή του εισοδήματος. Μεταρρυθμίσεις είναι αναγκαίες σε όλο το φάσμα της εκπαίδευσης. Κεντρική επιδίωξη της αλλαγής στα δημόσια πανεπιστήμια πρέπει να είναι η εξασφάλιση πραγματικής  αυτονομίας, ιδιαίτερα σε ότι αφορά τα προγράμματα σπουδών, τις προσλήψεις και αποδοχές του διδακτικού προσωπικού, και τον τρόπο επιλογής των φοιτητών. Η κατοχύρωση της αυτοτέλειας πρέπει να συνδυαστεί με την καθιέρωση αντικειμενικών συστημάτων αξιολόγησης και τη σύνδεσή τους με το επίπεδο χρηματοδότησης. Η Ανώτατη Εκπαίδευση στη χώρα μας χρειάζεται επαναστατική αλλαγή, με στόχο τον απεγκλωβισμό των δημοσίων πανεπιστημίων από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό του κράτους και τη δημιουργία κινήτρων για την αναβάθμιση της λειτουργίας τους. Παράλληλα, πρέπει να ανασυγκροτηθεί το κοινωνικό κράτος, ιδιαίτερα στους τομείς της υγείας και της απασχόλησης, ώστε να βελτιωθούν οι προσφερόμενες υπηρεσίες και να ενισχυθεί η κοινωνική συνοχή και αλληλεγγύη.

 

Η συμμετοχή σε μια νομισματική ένωση, όπως η Ευρωζώνη, προσφέρει ισχυρό πλεονέκτημα σε αδύναμες οικονομίες, μέσα από την εδραίωση συνθηκών σταθερότητας και τη δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης. Όμως, η αξιοποίηση αυτού του πλεονεκτήματος προϋποθέτει διαρθρωτικές αλλαγές, ώστε να διασφαλιστεί η προσαρμογή στις απαιτήσεις του παγκόσμιου ανταγωνισμού σε συνθήκες κοινωνικής συνοχής.

 

Η πρόκληση για τη νέα κυβέρνηση είναι να προχωρήσει με τόλμη στην αναγκαία δημοσιονομική εξυγίανση και σε μεγάλες μεταρρυθμίσεις στο κράτος και τους θεσμούς ανοίγοντας νέους δρόμους ανάπτυξης και προόδου.
 

Άρθρο στο περιοδικό «Δημόσιος Τομέας»

Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2010